ἑτερήμερος — on alternate days masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερημέρως — ἑτερήμερος on alternate days adverbial ἑτερήμερος on alternate days masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερήμερον — ἑτερήμερος on alternate days masc/fem acc sg ἑτερήμερος on alternate days neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερημέροις — ἑτερήμερος on alternate days masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερημέρου — ἑτερήμερος on alternate days masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερημέρους — ἑτερήμερος on alternate days masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερήμεροι — ἑτερήμερος on alternate days masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερημερία — ἑτερημερία, ἡ (Α) [ετερήμερος] τό να ζει κάποιος μέρα παρά μέρα … Dictionary of Greek
ετεροήμερος — ἑτεροήμερος, ον (Α) ετερήμερος, αυτός που γίνεται μέρα παρά μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ήμερος (< ημέρα), πρβλ. εφήμερος] … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek